- ψαρύς
- ιά, ύ 1.1) серый; сивый (о масти лошади); 2) седой; 2. (ο ) сивая лошадь; сивка (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαρύς — ιά, ύ, Ν βλ. ψαρής … Dictionary of Greek
ψαρής — ιά, ί, και ψαρύς, ιά, ύ, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός 2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος 3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής το γκρίζο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός* (< ψάρ «είδος πουλιού») +… … Dictionary of Greek
ψαρύνω — Ν [ψαρύς] (αμτβ.) ψαραίνω … Dictionary of Greek